ἡμίοπος

ἡμίοπος
ἡμί-οπος, ον, ([etym.] ὀπή)
A with half its holes, ἡ. αὐλοί flutes with only three holes, Anacr.20; . (without αὐλός), , used metaph. of something small, A.Fr.91.
II ἡμίοπον· ἥμισυ, Gal.19.102.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ημίοπος — ἡμίοπος, ον (Α) 1. (για αυλό) αυτός που έχει μισό αριθμό οπών, ατελής («ἡμίοποι αὐλοί» με τρεις μόνο τρύπες, Ανακρ.) 2. μτφ. ατελές, μικρό πράγμα 3. (κατά τον Γαλ.) «ἡμίοπον ἥμισυ»· [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + οπος < οπή (πρβλ. πολύ οπος)] …   Dictionary of Greek

  • ἡμίοπος — with half its holes masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμίοπον — ἡμίοπος with half its holes masc/fem acc sg ἡμίοπος with half its holes neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιόπους — ἡμίοπος with half its holes masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιόπων — ἡμίοπος with half its holes masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμίοποι — ἡμίοπος with half its holes masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”